- συμπαραπέμπων
- συμπαραπέμπωescort along withpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραπέμπω — Α 1. συνοδεύω μαζί με άλλους («συμπαραπέμπων μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν... τὴν εἰς Φλιοῡντα παραπομπήν», Αισχίν.) 2. μτφ. προεκτείνω 3. φρ. «συμπαραπέμπω τὴν ὄψιν» παρακολουθώ με το βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραπέμπω «στέλνω, συνοδεύω»] … Dictionary of Greek